- φωτοληψία
- η1. η λήψη φωτός.2. (βοτ.), το ποσοστό του φωτός που κάθε φυτό χρησιμοποιεί για τις φυσιολογικές του λειτουργίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φωτοληψία — η, ΝΑ η λήψη φωτός νεοελλ. βοτ. το ποσοστό τού φωτισμού το οποίο χρησιμοποιεί κάθε φυτό για να επιτελέσει το σύνολο τών φυσιολογικών του λειτουργιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + ληψία (< λήπτης < λαμβάνω), πρβλ. δωρο ληψία, προσωπο ληψία] … Dictionary of Greek
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek